- υδρόφωνο(ν)
- το гидрофон
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υδρόφωνο — Ηλεκτροακουστική συσκευή παρόμοια με το μικρόφωνο, ειδική για τη μετάδοση και καταγραφή ελαστικών κυμάτων που προκαλούνται μέσα στο νερό. Τα υ. χρησιμοποιούνται από πλοία και υποβρύχια για τον εντοπισμό άλλων υποβρυχίων καθώς και κοπαδιών ψαριών … Dictionary of Greek
υδρόφωνο — το είδος τηλεφωνικού δέκτη, που με τη βύθιση του μέσα στο νερό κάνει αισθητό κάθε υποβρύχιο θόρυβο που παράγεται σε ορισμένη ακτίνα μέσα στη θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδρ(ο)- — ΝΜΑ 1. πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στο θ. ὑδρ τού ὕδωρ (για την ετυμολ. τού συνθετικού βλ. λ. ύδωρ) 2. πρώτο συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων που έχουν εισαχθεί στη Νέα Ελληνική ως αντιδάνεια ή νόθα αντιδάνεια, το… … Dictionary of Greek